- συρίηθεν
- Αεπίρρ. από τη Συρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Συρία + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πιερίη-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συριόθεν — Μ επίρρ. συρίηθεν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Συρία + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. Ἰλιό θεν)] … Dictionary of Greek